- κλάζω
- κλάζω (Α)1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.)4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α. «ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων χωομένοιο», Ομ. Ιλ.β. «ἔκλαγεν δὲ πόντος», Βακχυλ.γ. «σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾱνας μέλπων», Ευρ.)5. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω ή λέγω κάτι μεγαλοφώνως (α. «ὁ δὲ κεκληγὼς ἕπετ' αἰεὶ Ἀτρεΐδης», Ομ. Ιλ.β. «ἄλλο μῆχαρ... μάντις ἔκλαγξεν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς την παραγωγή του, το ρ. κλάζω θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό ενός ριζικού ονόματος τού οποίου μαρτυρείται η δοτ. κλαγγ-ί (κλάζω < *κλάγγ-yω) ή ανεξάρτητος σχηματισμός με την κατάλ. -ζω (πρβλ. ολολύ-ζω, οιμώ-ζω κ.λπ. που δηλώνουν επίσης θόρυβο). Οι τ. κλάγξω, εκλαγξα, κέγλαγγα είναι νεώτεροι σχηματισμοί. Ετυμολογικώς, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα* klēg- «θορυβώ, φωνάζω», που εμφανίζεται με διάφορες μορφές (*klang-, klog-, *kleig- κ.ά.), αποτελεί δε μάλλον προϊόν ονοματοποιίας, ενώ δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη ρίζα τών καλώ, κέλαδος. Το ρ. κλάζω συνδέεται με το λατ. clango «κραυγάζω» και το αρχ. ισλανδ. hlakka «κραυγάζω» (< *hlanka με αφομοίωση), που εμφανίζουν επίσης το έρρινο στοιχείο].
Dictionary of Greek. 2013.